Ο σύζυγος
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο της Ανατολής, ήταν μια γυναίκα που είχε μεγάλη καρδιά. Αγαπούσε πολύ, πολύ, πολύ τον άντρα της που ήταν έμπορας και θα ‘δινε ό,τι είχε και δεν είχε (και το βρακί της ακόμα) για έναν λοχαγό του Σουλτάνου.
Και πέρναγε ο καιρός κι όλοι ήτανε μια χαρά -κι η γυναίκα κι ο σύζυγος κι ο λοχαγός-, ώσπου μια μέρα κάτι έγινε. Ήταν η μέρα που ο λοχαγός πήγε στο σκλαβοπάζαρο κι αγόρασε έναν σκλάβο. Ο σκλάβος του ήταν όμορφος σαν αμαρτία, αλλά από μυαλό κουκούτσι. Πάντως, τα κατάφερε και πούλησε ακριβά το κορμί του, γιατί κινώντας να πάει να πουληθεί στην αγορά εργασίας, άκουσε τη συμβουλή της μάνας του που του είπε:
- Γιέ μου, τώρα που πας να πουληθείς στην αγορά, να το θυμάσαι παιδί μου. Είσαι όμορφος, πανέμορφος, ένα μπουμπούκι είσαι -από το σόι μου πήρες-, αλλά από μυαλά, ίδιος ο πατέρας σου! Γι’ αυτό άκουσέ με, παιδί μου. Να χαμογελάς πολύ (έτσι κι αλλιώς στα δόντια θα σε κοιτάξουνε οι σκλαβέμποροι) αλλά να μη μιλάς πολύ. Κράτα το στόμα σου κλειστό, δείχνε και λίγο τα μπράτσα σου, που τα ‘χεις φουσκωτούλια, και θα τα κατά φέρεις να βρεις αφεντικό, μη νοιάζεσαι.
Ο γιός, υπάκουος στη μάνα του, χαμογελούσε πολύ , δεν έλεγε κουβέντα, έδειχνε και τα μπράτσα του και τελικά τα κατάφερε κι ο λοχαγός τον αγόρασε ακριβά. Κι ύστερα, περήφανος για το καινούριο του απόκτημα, τον έστειλε αμέσως στο σπίτι της αγαπημένης του να ρωτήσει αν έλειπε ο σύζυγός της κι αν θα μπορούσε να την επισκεφτεί.
Τρέχει ο σκλάβος, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας, χτυπάει την πόρτα, εκείνη του ανοίγει. Ε, κόντεψε να λιγοθυμήσει από την ομορφιά του. Ο σκλάβος την κοιτούσε και δε μιλούσε. Πήρε τον λόγο αυτή:
- Σκλάβε, τι με θωρείς αμίλητος, με τέτοια ζέστη στο δρόμο; Πέρνα, παιδί μου, στην αυλή να δροσιστείς και θα μας πάρει κανένα μάτι!
Αυτός περνάει στην αυλή. Χαμογελούσε αλλά δε μιλούσε. Ζέστη κι εκεί πολλή. Μιλάει αυτή ξανά:
- Σκλάβε, τι με κοιτάς και δε μιλάς; Καλέ, θα με ματιάσεις! Στην κάμαρη έχει δροσιά, πέρνα να ξαποστάσεις.
Ο σκλάβος περνάει στην κάμαρη, όμως έκανε κι εκεί πολλή ζέστη. Τον γδύνει η γυναίκα να τον δροσίσει, γδύνεται κι αυτή -άνθρωπος ήτανε, τι, να βγάλει τη μπέμπελη;- και ξαπλώνουν στο κρεβάτι. Η γυναίκα, πολύ φιλόξενη, τον τρατάρισε γλυκό συκαλάκι…
Και τον τάιζε το συκαλάκι κι ύστερα την τάιζε κι αυτός -ευγενέστατος- το συκαλάκι…
Έξαφνα, χτυπήματα στην πόρτα.
- Ο άντρας μου! λέει η γυναίκα. Αμέσως χώνει τον σκλάβο κάτω από το κρεβάτι, ντύνεται βιαστικά και τρέχει στην πόρτα. Ανοίγει. Δεν ήταν ο άντρας της, ήταν ο λοχαγός.
- Σου ‘στειλα τον καινούριο μου σκλάβο να ρωτήσει αν είναι εδώ ο άντρας σου, αλλά θα χάθηκε. Είναι εδώ ο άντρας σου;
Κι αυτή η γυναίκα με τη μεγάλη καρδιά που αγαπούσε και την αλήθεια (το κατά δύναμιν), τι του απάντησε;…
Την αλήθεια, βέβαια.
- Όχι!
Ο λοχαγός ήξερε τον δρόμο, ήξερε ότι έκανε και ζέστη, μπήκε στην αυλή, μπήκε στην κάμαρη, μπήκε στο κρεβάτι, είχε περισσέψει και συκαλάκι, κι ο λοχαγός άρχισε να τρώει συκαλάκι, του ‘κανε κι η γυναίκα παρέα και καλά περνούσανε, ώσπου έξαφνα, άλλα βροντερά χτυπήματα:
- Η πόρτα! Τώρα είναι ο άντρας μου!
- Μη νοιάζεσαι, λέει ο λοχαγός. Θα κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι!
- Όχι! Δε χωράς! Έχεις παχύνει τώρα τελευταία… Άκου τι θα κάνουμε. Ντύσου γρήγορα, βγες στην αυλή κι άρχισε να με βρίζεις με τα χειρότερα λόγια. Θα ντυθώ κι εγώ, θα πάω να ανοίξω και, μόλις μπει ο άντρας μου, βρίσε με λίγο ακόμα και φύγε. Τα άλλα άστα σ’ εμένα.
Έτσι κι έγινε. Ο λοχαγός ντύθηκε βιαστικά, βγήκε στην αυλή, έβγαλε και το σπαθί του, το κουνούσε και την έβριζε με τα χειρότερα λόγια: «Ποίξα, δείξα…». Αυτή ανοίγει την πόρτα, ορμάει μέσα ο σύζυγος, ο λοχαγός τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια, λέει ένα «αίσχος» και βγαίνει βροντοχτυπώντας πίσω την πόρτα.
Ο σύζυγος έγινε μελιτζανής από το κακό του.
- Ποιος ήταν αυτός ο λοχαγός που τόλμησε να σου κακομιλήσει μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και μάλιστα μπροστά μου! Θα τον καταγγείλω στον Σουλτάνο, θα τον χώσω στο πιο βαθύ μπουτρούμι, θα τον κάνω με τα κρεμμυδάκια…
- Στάσου, άντρα μου, στάσου! Άσε με να σου εξηγήσω… Εγώ φταίω για όλα. Είχε δίκιο που μου κακομίλησε ο λοχαγός, γιατί άκου να δεις τι ζημιά του έκανα! Με ξέρεις. Από το πρωί έκανα τόσες δουλειές για να τα βρεις όλα στην εντέλεια, που είπα να ξαπλώσω λίγο στην κάψα του μεσημεριού να κάνω μια σιέστα μέσα στην τόση ζέστη για να είμαι φρέσκια όταν γυρίσεις (γι’ αυτό είμαι ξεμαλλιασμένη). Κι εκεί που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, έξαφνα, ακούω δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Πετάχτηκα πάνω γιατί νόμισα πως κάτι έπαθες εσύ και τρέχω, ανοίγω και βλέπω έναν νεαρό σκλάβο ολοτσίτσιδο -πολύ ωραίο παλληκάρι- κι αυτός μου λέει:
«Κυρά, κυρά, κρύψε με. Ο αφέντης μου με κυνηγάει να με σκοτώσει στο ξύλο με το λουρί» -αυτός ο αχρείος λοχαγός τον έγδυσε προτού τον μαστιγώσει για να πονάει πιο πολύ. Ε, το ξέρεις πως έχω μεγάλη καρδιά! Δεν το σκέφτηκα πολύ, τον βάζω μέσα, ψάχνω για κρυψώνα, δε βρίσκω τίποτα και τον χώνω κάτω από το κρεβάτι. Εν τω μεταξύ πάει να μου σπάσει την πόρτα απ’ τα χτυπήματα ο λοχαγός, γιατί είχε δει τον σκλάβο του που χώθηκε στο σπίτι. Του ανοίγω κάνοντας την ανήξερη, αυτός μπαίνει μέσα, ψάχνει παντού, δε βρίσκει τον σκλάβο κι αρχίζει να με βρίζει. Τότε ήρθες εσύ…
Ο σύζυγος κοιτούσε την ξαναμμένη και ξεμαλλιασμένη όμορφη γυναίκα του με μεγάλη δυσπιστία.
- Τι; Δε με πιστεύεις; Δεν πιστεύεις εμένα, που θυσίασα τα καλύτερά μου χρόνια για σένα και το σόι σου; Καλά, αν δε με πιστεύεις, για μπες μέσα στη κάμαρη!
Ο σύζυγος μπαίνει μέσα στην κάμαρη.
- Σκύψε!
Ο σύζυγος σκύβει.
- Για κοίτα κάτω από το κρεβάτι!
Ο σύζυγος κοιτάζει κάτω από το κρεβάτι και βλέπει έναν πανέμορφο νεαρό, ολοτσίτσιδο, να τρέμει σαν το ψάρι. Αμέσως φωτίστηκε η ματιά του!
- Βγες έξω, παιδί μου. Μη φοβάσαι τίποτα. Ο κίνδυνος πέρασε. Γυναίκα, φέρε του ρούχα να ντυθεί, φέρ’ του να φάει και να πιει.
Κι η γυναίκα, πάντα υπάκουη στον άντρα της, έτρεξε, έφερε ρούχα, έφερε φαγιά, έφερε πιοτά, κι ο σκλάβος ντύθηκε, έφαγε ήπιε… Κι όταν τον ξεπροβόδιζαν στην πόρτα, ο σύζυγος του λέει:
- Παιδί μου, αυτή εδώ η γυναίκα έχει μεγάλη καρδιά. Και μ’ όλη της την καρδιά σε ευεργέτησε. Μην το ξεχνάς ποτέ! Γι’ αυτό, επειδή εγώ έμπορας είμαι, όλη μέρα τρέχω στις δουλειές μου και τούτη δω η κακομοίρα όλη μέρα μένει μοναχή της, ε, έχε τη στον νου σου! Μην είσαι αχάριστος, να 'ρχεσαι να τη βλέπεις!
Πηγή: Λίλη Λαμπρέλη, "Η νύχτα του κορακιού" (Δέκα σκοτεινά παραμύθια με καλό τέλος από την προφορική παράδοση). Εκδόσεις Πατάκη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου